- στραβομύτης
- -α, -ικο, Ν1. αυτός που έχει στραβή μύτη2. (για αιχμηρά αντικείμενα) αυτός που η αιχμή του είναι στραβή.[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)-* + -μύτης (< μύτη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Στραβομύτης, Θεόδωρος — Βυζαντινός στρατηγός. Έζησε στα χρόνια του Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου (1042 1055). Δυσαρεστημένος από τον αυτοκράτορα, γιατί δεν τον αντάμειψε για τις υπηρεσίες του, πήρε μέρος στη στάση του στρατηγού Λέοντα Τορνίκιου (1047). Αργότερα… … Dictionary of Greek
στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… … Dictionary of Greek
στρεβλόρριν — και στρεβλόρρινος, ον, Μ αυτός που έχει στραβή μύτη, στραβομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + ρριν / ρρινος (< ῥίς, ῥινός»μύτη»), πρβλ. οξύ ρρινος] … Dictionary of Greek